θέριεμα

θέριεμα
το [θεριεύω]
1. το να θεριεύει κάτι
2. ανάπτυξη, αύξηση («το θέριεμα τού αμπελιού»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θέριεμα — το, ατος υπερβολική ανάπτυξη, γιγάντωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”